Αρχική σελίδα

Ο άγιος Δημήτριος είναι ένα προσφυγικό χωριό της Λήμνου.Ονομαζόταν και Λέρα .

Δημιουργήθηκε από κατοίκους της μ.Ασίας ,που ήρθαν πρόσφυγες κυνηγημένοι από τους Τούρκους.Το χωριό τους ,που γνώριζε ιδιαίτερη άνθιση στη μ. Ασία -όπως άλλωστε και τα περισσότερα χωριά-ήταν το Ρεϊσντερέ,χωριό κοντά στη Σμύρνη απέναντι από το νησί της Χίου.
Η καταστροφή βρήκε του Ρεϊσντεριανούς απροετοίμαστους ή καλύτερα απρόθυμους να πιστέψουν ότι έρχεται το τέλος.Έτσι προσπάθησαν την τελευταία στιγμή να σώσουν ότι μπορούσαν .Ένα από αυτά ήταν το ιερό κειμήλιο της εικόνας της Παναγίας της Ελεούσας.

Η ιστορία μιας εικόνας.

Το βράδυ της καταστροφής όταν οι περισσότεροι Ρεϊσδεριανοί είχαν μαζευτεί στο σπίτι του Ρηγάκη και στην εκ- κλησιά του Αγίου Δημητρίου, δυο τρομαγμένες καλόγριες φθάνουν στο σπίτι του Ρηγάκη φέρνοντας κρυμμένη κάτω από μια πετσέτα την εικόνα της Ελεούσας. Όλοι σταυροκοπήθηκαν, ζήτησαν την προστασία της και την έκρυψαν όσο καλύτερα μπορούσαν.

Ακολούθησε η νύχτα των βασάνων και το πρωί που οι φλόγες είχαν ζώσει το Ρεϊσδερέ, όρμησαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Μια γυναίκα, η Ευρυδίκη Ρηγάκη, τρέχει με την εικόνα στην αγκαλιά μαζί με τη Μαρία Πολιτάκη. Εγκαταλείπουν το Ρεϊσδερέ. Βρίσκονται στα τελευταία σπίτια, όταν οι Τούρκοι τους αντιλαμβάνονται και τους κυνηγούν. Οι δυο γυναίκες παίρνουν αστραπιαία την απόφαση να κρύψουν της εικόνα, γιατί αν τη βρουν στα χέρια τους η εκδίκηση θα είναι σκληρή και η εικόνα θα καταστραφεί. Δίπλα τους είναι ο φούρνους του σπιτιού του Μπαρούμα. Σε δευτερόλεπτα η εικόνα κρύβεται μέσα και σκεπάζεται με μερικές πέτρες. Σε λίγο το πλήθος πέφτει στα χέρια των έξαλλων Τούρκων. Άλλους έσφαξαν και άλλους οδήγησαν στα Αλάτσατα. Μερικοί ξέφυγαν και κρύφτηκαν στις παραλίες.

Ανάμεσα στους τελευταίους ήταν και ο Μπαρούμας, στο φούρνο του οποίου είχαν κρύψει την εικόνα. Το πρώτο κιόλας βράδυ μετά τη φοβερή έξοδο, ο Μπαρούμας που δεν ήξερε βέβαια ότι η εικόνα της Ελεούσας ήταν κρυμμένη στο σπίτι του, βλέπει στον ύπνο του την Παναγία να του λέει ότι η εικόνα της είναι στο φούρνο του και να πάει να την πάρει. Πώς όμως να τολμήσει να βγει από την κρυψώνα του και να πάρει τον δρόμο προς το Ρε ϊσδερέ που είχε καταληφθεί από τους Τούρκους! Δεν τόλμησε. Το όνειρο επαναλήφθηκε και το δεύτερο και το τρίτο βράδυ. Το τρίτο βράδυ μάλιστα η Παναγία τον διαβεβαίωσε ότι θα τον προφυλάξει και να μην φοβάται. Το τέταρτο πήρε την απόφαση. Μόλις νύχτωσε ξεκίνησε από τη θάλασσα και έφθασε στο Ρεϊσδερέ χωρίς να συναντήσει ψυχή. Το Ρεϊσδερέ μέσα βούιζε. Άνθρωποι φώναζαν, σκύλοι γάβγιζαν, άλογα χλιμίντριζαν. Οι Τούρκοι των γειτονικών
χωριών σαν όρνια είχαν πέσει στα καλά των χριστιανών. Τις προίκες, τα υφαντά και τα κεντητά των Ρεϊσδεριανών οι Τουρκάλες τα χάρηκαν.

Πήρε ο Μπαρούμας την εικόνα και τα ξημερώματα έφθασε στην παραλία χωρίς να βρεθεί κανείς στο δρόμο του. Όπως έβγαινε ο ήλιος οι ακτίνες έπεφταν στο ασήμι της εικόνα και οι κρυμμένοι βλέποντας τη λάμψη από μακριά κατατρόμαξαν. Νόμιζαν ότι προερχόταν από τις λόγχες των Τούρκων που ερχόταν και κρύφτηκαν όσο καλύτερα μπορούσαν. Αφού πέρασε αρκετή ώρα και τίποτα δεν είχε συμβεί, ξεθάρρεψαν, σήκωσαν τα κεφάλια και είδαν τον Μπαρούμα να έρχεται με την εικόνα στην αγκαλιά. Βάλσαμο χύθηκε στις ψυχές τους. Η είδηση γρήγορα ξαπλώθηκε. Μαζεύτηκαν αρκετοί και με πέτρες έχτισαν μια πρόχειρη στέγη για την εικόνα. Ένας έτρεξε στο ξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου και έφερε καντήλι και λάδι. Παρακάλεσαν την Παναγία να τους φέρει τη σωτηρία.

Τέσσερις μέρες έμεινε η εικόνα στην Πούντα, έτσι ονομαζόταν η τοποθεσία, και οχτώ από τότε που κυνηγημένοι σαν αγρίμια ζούσαν σε τούτα τα μέρη χωρίς φαγητό, χωρίς νερό,χωρίς ρούχα να σκεπαστούν και με το μάτι
καρφωμένο στο πέλαγος να μη βλέπει τη σωτηρία να φθάνει. Η πείνα όμως τους θέριζε. Μερικοί πήραν την απόφαση να πάνε να φέρουν κάτι να φάνε. Βρήκαν μια αγελάδα, αλλά προδόθηκαν στους Τούρκους. Την άλλη μέρα έφθασε ασκέρι ολόκληρο και με γυμνά σπαθιά σάρωναν κυριολεκτικά την περιοχή. Πάνω από πεντακόσια άτομα μάζεψαν, τους πήραν και έφυγαν για τα Αλάτσατα. Μετρημένοι τους ξέφυγαν.
Ανάμεσα σ' αυτούς και ο Νικόλαος Γιομελάκης με τη γυναίκα του Κυριακούλα και μια άλλη γυναίκα που τρύπωσαν στα τρίσβαθα μιας σπηλιάς και δεν τους είδαν.

Όταν η θύελλα κόπασε, ο Γιομελάκης βγήκε να βρει λίγο νερό. Η γυναίκα του ήταν έγκυος. Βρήκε νερό και επιστρέφοντας πέρασε από ένα αμπέλι που μέσα υπήρχε ένα σπιτάκι. Ούτε ο ίδιος δεν κατάλαβε ποια σκέψη τον έφερε σ' αυτό το σπίτι. Το βρήκε άδειο με μόνο λίγα άχυρα σε μια γωνιά. Ξαφνικά είδε κάτι να γυαλίζει μέσα στ' άχυρα. Τα παραμέρισε και είδε τη μορφή της Θεοτόκου. Πως βρέθηκε εκεί είναι άγνωστο. Μάλλον κάποιος, όταν είδε τους Τούρκους και επειδή την εικόνα της είχαν τοποθετήσει πρόχειρα και θα την έβλεπαν, την πήρε και την έκρυψε μέσα στ' άχυρα.
Ο Γιομελάκης με την εικόνα στα χέρια κατέβηκε στη θάλασσα, έκαμε το σημείο του σταυρού, βούτηξε την εικόνα τρεις φορές στη θάλασσα και παρακάλεσε: "Παναγιά μου, κάνε το θαύμα σου. Στείλε ένα καράβι να σωθούμε εμείς να σωθείς και Συ".

Άφησε την εικόνα κάπου, μάζεψε λίγα ξερόκλαδα και άναψε φωτιά να δει τον καπνό καμμιά βάρκα να 'ρθει να τους πάρει. Σε λίγο πραγματικά φάνηκε ένα καΐκι. Η λαχτάρα κορυφώθηκε. Η σωτηρία τους έφτανε. Ήταν ένα μεγάλο Γνουσιώτικο (Οινουσιώτικο) καΐκι. Ευτυχώς βρέθηκαν τούτοι οι ψαράδες και οι καπεταναίοι που με κίνδυνο της ζωής τους και χωρίς καμιά οικονομική ωφέλεια, τριγυρνούσαν με τις βάρκες και τα καΐκια και μάζευαν από
τις παραλίες όσους είχαν σωθεί.
Μάζεψαν λοιπόν και όσους βρήκαν στην Πούντα. Η πρώτη θέση στο καΐκι ήταν της Ελεούσας γιατί σε Εκείνη απέδωσαν τη σωτηρία τους.
Το καΐκι τους έφερε στη Χίο όπου έμειναν για έξι μήνες στο σπίτι του Νικολή Ζαφειράκη, που μετέτρεψε ένα δωμάτιο του σπιτιού του σε εικονοστάσι.

Τότε έγινε πρόταση από τους Ρεϊσδεριανούς αλλά και από Χιώτες να μεταφερθεί η εικόνα από το σπίτι του Ζαφειράκη στην εκκλησία του Κάστρου της Χίου. Ο Γιομελέκης συμβουλεύτηκε εξέχοντες Ρεϊσδεριανούς που βρίσκονταν στη Χίο και πήραν την απόφαση να κρατηθεί η εικόνα από τον Γιομελάκη, ιερό κειμήλιο των Ρεϊσδεριανών, για να αποτελέσει κόσμημα της εκκλησίας ενός νέου Ρεϊσδερέ που θα δημιουργούσαν στη νέα πατρίδα.

Η οικογένεια Γιομελάκη μετά από εξάμηνη παραμονή στη Χίο ήλθε στη Λήμνο. Και εδώ παρά τις στερήσεις και την ανέχεια, ποτέ δεν έσβησε το καντηλάκι της Ελεούσας και ένα δωμάτιο ήταν αποκλειστικά δικό της.

Ένα χρόνο μετά ο Γιομελάκης άφηνε τη Λήμνο και ξεκινούσε για την Κρήτη. Έφθασε στην Ιεράπετρα, ό-
που η εικόνα έμελλε να βρει την οριστική της θέση.

αρχή της σελίδας

Της Ρούλας Σαμαϊλίδου-Βάκου

Αρχική σελίδα Επιστροφή στη σελίδα των ασκήσεων